κατωσάγονο

κατωσάγονο
το (Μ κατωσάγονον και κατασάγονον και κατωσάγουνον)
η κάτω σιαγόνα, η κάτω γνάθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -σάγονο (< σαγόνι), πρβλ. απανω-σάγονο, διπλο-σάγονο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατωσάγονο — το το κάτω σαγόνι: Χτύπησε στο κατωσάγονο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάτω — και κάτου (ΑΜ κάτω) επίρρ. 1. σε κατώτερο σημείο, χαμηλά (α. «τόν πέταξε κάτω από το παράθυρο» β. «πᾱν δέ τ ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται», Ομ. Ιλ.) 2. χάμω, πάνω στη γη, πάνω στο έδαφος (α. «εμείς θα κοιμηθούμε κάτω» β. «έριξε κάτω τα μάτια της»… …   Dictionary of Greek

  • κατακλείδι — το 1. η άρθρωση τού οστού τής κάτω σιαγόνας 2. η κάτω σιαγόνα, η κάτω γνάθος, το κατωσάγονο 3. κάθε άρθρωση τού σώματος, κλείδωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατακλείδα (κατακλείς) με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • κατωμασέλα — η το κατωσάγονο …   Dictionary of Greek

  • κατωσαγούνα — και κατασαγούνα, ἡ (Μ) το κατωσάγονο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + σαγούνα «σαγόνι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”